-
1 εκκαμνω
(fut. ἐκκᾰμοῦμαι, aor. 2 ἐξέκαμον)1) уставать, утомляться2) терять силы, слабеть, становиться непригодным(ὑπὸ γήρως πρός τι Plut.)
3) становиться нечувствительным4) притупляться(σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς Plut.)
1 εκκαμνω
(ὑπὸ γήρως πρός τι Plut.)
(σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς Plut.)